ἐξομολογεῖται

ἐξομολογεῖται
ἐξομολογέομαι
confess
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
ἐξομολογέομαι
confess
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… …   Dictionary of Greek

  • φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… …   Dictionary of Greek

  • Γκαλούπι, Πασκουάλε — (Pascuale Galluppi, Τροπέα, Καταντσάρο 1770 – Νάπολη 1846). Ιταλός φιλόσοφος. Προερχόμενος από οικογένεια ευγενών της Καλαβρίας, απέκτησε πολύ νέος ευρύτατη μόρφωση, μελετώντας φιλοσοφία, μαθηματικά, θεολογία και εκκλησιαστική ιστορία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Ουναμούνο, Μιγκέλ ντε- — (Miguel de Unamuno, Μπιλμπάο 1864 – Σαλαμάνκα 1936). Ισπανός δοκιμιογράφος, πεζογράφος, φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας. Το 1891 κατέλαβε την έδρα της ελληνικής φιλολογίας και άρχισε τη διδασκαλία του στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας. Το 1901… …   Dictionary of Greek

  • Συναξάρι του τιμημένου γαϊδάρου — Μεσαιωνικό ελληνικό έπος γραμμένο, γύρω στα μέσα του 15ου αι., σε κάποιο από τα νησιά του Ιόνιου ή πιθανότατα στην Κρήτη. Είναι πολύ διαδομένο στην Ευρώπη και την Αφρική, γι’ αυτό και θεωρείται διεθνές. Πιστεύεται ότι προέρχεται από πανάρχαιους… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Φρις, Γιάκομπ Φρίντριχ — (Fries). Γερμανός φιλόσοφος (Μπάρμπι, Σαξονία 1773 – Ιένα 1834). Αναθρεμμένος σε περιβάλλον πιετιστών, μπήκε σε ηλικία 19 ετών στο σεμινάριο Βιέσκι της Μοραβίας, γρήγορα όμως, όπως εξομολογείται ο ίδιος, η προσωπική εμπειρία και η μελέτη της… …   Dictionary of Greek

  • Χάμερ, Γιόζεφ φον- — (Hammer, 1774 – 1856). Αυστριακός ανατολιστής. Ακολούθησε τον διπλωματικό κλάδο και έγινε αρχικά γραμματέας της αυστριακής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη (1802), φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του μυστικοσυμβούλου του αυτοκράτορα (1835). Επειδή… …   Dictionary of Greek

  • εξομολόγηση — η 1. η πλήρης ομολογία, η εξαγόρευση, το ξαγόρεμα. 2. (εκκλησ.), ένα από τα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο ο χριστιανός εξομολογείται τα αμαρτήματά του στον πνευματικό (τον εξομολόγο), με τη μεσολάβηση του οποίου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”